- πολύσπαστος
- πολύ-σπαστος, ον, ([etym.] σπάω)A drawn by many cords: πολύσπαστον, τό, compound pulley, Hero Bel. 84.11, Ath.Mech.33.3, Plu.Marc.14, Gal.18(1).747.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολύσπαστος — η, ο / πολύσπαστος, ον, ΝΑ 1. αυτός που έλκεται ή σύρεται με πολλά σχοινιά 2. το ουδ. ως ουσ. το πολύσπαστο (γενικά) σύμπλεγμα τροχαλιών από το οποίο ανυψώνεται μεγάλο βάρος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. (ειδικά) τεχνολ. σύνολο πολλών τροχαλιών… … Dictionary of Greek
πολύσπαστον — πολύσπαστος drawn by many cords masc/fem acc sg πολύσπαστος drawn by many cords neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυσπάστου — πολύσπαστος drawn by many cords masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυσπάστων — πολύσπαστος drawn by many cords masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυσπάστῳ — πολύσπαστος drawn by many cords masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύσπαστα — πολύσπαστος drawn by many cords neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Полиспаст — Крюковая подвеска с полиспастом Полиспаст (др. греч. πολύσπαστον от … Википедия
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πολύσπαστο — το, ΝΑ βλ. πολύσπαστος … Dictionary of Greek